Ανθρώπινα…
«Ο αετός πεθαίνει στον αέρα»!
photo: Κέντρο Ορεινής Εναέριας Διάσωσης-Σταύρος Λισγάρας |
* Στο Λιτόχωρο, μέσα στο μικρό γηροκομείο, επικρατούσε σιωπή. Τα γεροντάκια ησύχαζαν. Η ώρα ήταν περασμένα μεσάνυχτα... αρχές της Άνοιξης του 1976. Έκανε ξαστεριά και το φεγγάρι ήταν στο γιόμισμα. Από τα μεγάλα παράθυρα στους κοιτώνες φάνταζαν ολόλευκες οι κορφές του Ολύμπου: ο Μύτικας και το Στεφάνι.
Ένα λιπόσαρκο γεροντάκι με ριγέ πιτζάμες, ξεκάλτσωτος, σηκώνεται σβέλτα από το κρεβάτι του και πλησιάζει το παράθυρο. Κοιτάζει το βουνό -το δικό του βουνό- και θυμάται... Οι γιατροί λένε πως η μνήμη του είναι πλέον ανεπαρκής. Συγκεχυμένη... έχει άνοια... Όμως αυτός θυμάται... ξέρει το μονοπάτι για να φτάσει στην κορυφή, στα 2.918 μέτρα. Στο ψηλότερο μπαλκόνι της Ελλάδας! Αναστενάζει και στο μυαλό του έρχονται καταιγιστικές οι εικόνες...
...Ήταν παλληκαράκι αμούστακο και για να ζήσει κυνήγαγε αγριοκάτσικα στον Όλυμπο. Αυτό μόνο ήξερε να κάνει. Το βουνό ήταν το σπίτι του κι οι απάτητες κορφές, ο κρυφός του καϋμός.
Ο Όλυμπος βλέπεις, μέχρι τον Οκτώβρη του 1912 ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Την περιοχή λυμαίνονταν οι ξακουσμένοι λήσταρχοι: ο Γιαγκούλας, ο Μπαμπάνης κι ο Λιόλιος. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που είχαν το κουράγιο να περιδιαβαίνουν το βουνό. Ένας από αυτούς ήταν κι ο νεαρός τότε Χρήστος Κάκαλος.
Την Άνοιξη λοιπόν του 1913, έγινε το ανεπάντεχο! Κατέφθασαν στην περιοχή δύο έμπειροι Ελβετοί ορειβάτες, με στόχο την ανάβαση στην κορυφή του Ολύμπου και τη διεκδίκηση της πρωτιάς! Οι Ελβετοί παίρνουν για οδηγό τους τον νεαρό Κάκαλο και τον Ιούλιο του 1913 η αποστολή ξεκινάει. Στις 30 Ιουλίου φτάνουν πολύ κοντά στο Μύτικα αλλά μια δυνατή θύελλα τους υποχρεώνει να επιστρέψουν στη βάση τους. Διανυκτερεύουν σε μια καλύβα στο Μαυρόλογγο.
Τα χαράματα της 2ας Αυγούστου, στις 9 το πρωί και μέσα σε πυκνή ομίχλη, φτάνουν – όπως νομίζουν – στην κορυφή, που την βαφτίζουν «ΝΙΚΗ» προς τιμή της μάχης του Σαρανταπόρου (5 Οκτώβρη του 1912).
Ξαφνικά όμως η ομίχλη διαλύεται κι ανακαλύπτουν ότι η πραγματική κορυφή βρίσκεται ακόμα πιο ψηλά!
Τότε ο Κάκαλος, σαν μοναχικό λιοντάρι, ορμά ξυπόλητος κι αναρριχάται! Οι Ελβετοί τον παρακολουθούν άφωνοι. Τα πόδια του ξεσκίζονται στα βράχια. Δεν έχει σκοινιά, δεν έχει καρφιά, αλυσίδες, κρίκους, μποτάκια με καρφιά, όλα αυτά τα πολύτιμα σύνεργα και μίνεργα της ορειβασίας. Ο Χρήστος Κάκαλος σκαρφαλώνει με την ψυχή του. Ότι κάνει – το λέει η καρδιά του – και το κάνει.
Στις 2 Αυγούστου του 1913, ένας Έλληνας, ελεύθερος, φτάνει εκεί που ο Δίας είχε το θρόνο του. Κατακτά για πρώτη φορά την κορυφή του Ολύμπου. Τον περήφανο Μύτικα.
Ο Κάκαλος συνέχισε ν’ ανεβαίνει στον Όλυμπο μέχρι το 1972. Έγινε επίσημος οδηγός του Ολύμπου και προς τιμήν του φτιάχτηκε αργότερα ένα καταφύγιο στα 2.660 μέτρα, που φέρει το όνομά του. Τον Κάκαλο είχαν οδηγό και δύο θαρραλέες γυναίκες, η Τασία Αποστολοπούλου και η Ελένη Νομίδη, που ανέβηκαν στην κορυφή στις 20 Ιουλίου του 1920 (τότε που οι γυναίκες δεν είχαν καν δικαίωμα ψήφου).
Ο γέροντας Κάκαλος κοιτάζει από το παράθυρό του την κορυφή να αστράφτει κάτω από την λάμψη του φεγγαριού.
«Παρακαλώ σε Σταυραετέ,
για χαμηλώσου λίγο
και δος μου τις φτερούγες σου
και πάρε με μαζί σου
Πάρε με πάνω στα βουνά.
Τι θα με φάει ο κάμπος».
Βγαίνει ξυπόλητος στο διάδρομο. Η νοσοκόμα που έχει βάρδια λαγοκοιμάται. Ο Κάκαλος ανοίγει προσεχτικά την πόρτα και χάνεται στο σκοτάδι. Ο εξασθενημένος από τα βαθειά του γεράματα, Χρήστος Κάκαλος, δεν έφτασε τελικά στο βουνό. Περιπλανήθηκε για λίγες ώρες μέσα στο κρύο, προτού ξεψυχήσει. Πρόλαβε όμως ν’ αποχαιρετήσει τον Όλυμπο με παλληκαριά, όπως αρμόζει σ’ ένα γενναίο ορειβάτη.
* * *
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις, στάθηκε το τραγικό γεγονός που εξελίχθηκε πριν από λίγες βδομάδες στο όρος Τύμφη, σε υψόμετρο 2.254 μ.
Τρεις αγαπημένοι φίλοι, δύο παιδιά από τον Κατσικά και ένας από τα Γιάννινα, ξεκίνησαν ανέμελοι και χαρούμενοι για μια εκδρομή που έμελε να εξελιχθεί σε εφιάλτη!
Ήταν έμπειροι στις χειμερινές αναβάσεις. Είχαν περάσει ατέλειωτες ώρες στο ύπαιθρο κάνοντας αναρρίχηση κι εξερευνώντας τις αλπικές κορυφές της Πίνδου... την Αστράκα, τη Γκαμήλα, την κορυφή Λάπατος... τον Πλόσκο, τον Καρτερό, τα μεγάλα Λιθάρια, την Τσούκα Ρόσσα... Η μοιραία Δευτέρα στις 28 του Γενάρη, βρήκε τους τρεις φίλους νάχουν κατασκηνώσει στην κορυφή Λάπατος. Λίγες ώρες πριν είχαν δώσει το στίγμα τους: «Καληνύχτα από κορυφή Λάπατος. 2.254 μ. θερμοκρασία -11».
Ο ένας από τους τρεις δεν γύρισε ποτέ πίσω. Ήταν ο Σταύρος Λισγάρας. Ήταν; Πόσο δυσάρεστο ακούγεται όταν πρέπει να μιλάς σε παρελθόντα χρόνο... Όταν δεν μπορείς να πεις – είναι.
Ο νεαρός Σταύρος λοιπόν είχε όλα τα προσόντα, για να ζήσει μια όμορφη και δημιουργική ζωή. Η μητέρα του και οι δυο αδερφές του τον λάτρευαν. Οι φίλοι του τον αγαπούσαν. Ο κόσμος που τον γνώριζε και εμείς όλοι οι συγχωριανοί του, τον εκτιμούσαμε. Είχε τελειώσει τις σπουδές του. Ήταν πολιτικός μηχανικός. Είχε αδιαμφισβήτητα όλο το πακέτο, όπως λέμε, για να σταδιοδρομήσει, να κάνει καριέρα, να βγάλει λεφτά, να οδηγεί γρήγορα αυτοκίνητα και να γευματίζει σε ακριβά εστιατόρια.
Αλλά τον Σταύρο, αυτή η περιχαρακωμένη ζωή, δεν τον ενδιέφερε.
Η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη με τη φύση. Ο πόθος του ήταν τα βουνά. Οι αντοχές του ήταν σε διαρκή αναμέτρηση με τις δυσκολίες και τις επικινδυνότητες, των κρυμμένων στα σύννεφα, κορυφών.
Την νύχτα της 28ης του Γενάρη θα μπορούσε να βρίσκεται στο ζεστό του σπιτικό. Ασφαλής κι αμέριμνος να διαβάζει την εφημερίδα του... να σχεδιάζει την επόμενη μέρα ή να διασκεδάζει με την παρέα του σ’ ένα ποτάδικο της πόλης.
Αλλά εκείνη τη νύχτα ο Σταύρος επέλεξε να είναι μέσα σε μια μικρή σκηνή, άκρη Θεού, με τον άνεμο να χτυπάει κατά ριπάς και να σφυρίζει ανατριχιαστικά, στροβιλιζόμενος μέσα στις χαράδρες. Με το σκοτάδι αδιαπέραστο και την ομίχλη να καλύπτει σαν πέπλο το Πάπιγκο· στερώντας έτσι στον ορειβάτη την οπτική επαφή με την ανθρώπινη παρουσία... με την καμινάδα που βγάζει καπνό, έστω κι αν είναι χιλιόμετρα μακριά...
Η νύχτα στην κορυφή της Τύμφης, φαντάζει για όλους εμάς σκληρή, τρομαχτική... μ’ αλλόκοτους ήχους αγριμιών, που ουρλιάζουν απόμακρα... και τριγμών υποχθονίων, από μικρές χιονοστιβάδες, που διαρκώς μετακυλούν... Για τον Σταύρο όμως, ήταν το μέρος που αγαπούσε να βρίσκεται. Ήταν το σπίτι του... χωρίς παράθυρα και πόρτες, χωρίς περιορισμούς. Με τον έναστρο ουρανό για ταβάνι. Με τα κρινάκια, τις καμπανούλες και τους νάρκισσους, που φυτρώνουν στη Δρακόλιμνη, για κήπο...
...Με την αυτάρκεια και την αγαλλίαση, που νιώθεις σε μια κορυφή, όταν ξέρεις ότι είσαι μόνος, εσύ κι ο Θεός.
* * *
Το 1924 στις 8 Ιουνίου, ο Εγγλέζος Μάλλορι μαζί με τον Σέπρας (οδηγό) Ιρβαϊν, έκανε την τελευταία προσπάθεια για να κατακτήσει την κορυφή στο Έβερεστ, σε ύψος 8.848 μέτρα. Δεν γύρισε ποτέ.
Στην Αγγλία είχε ένα όμορφο σπίτι, μια εξαιρετική σύζυγο και παιδιά. Ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, μορφωμένος επινοητικός, πολυσχιδής. Θα μπορούσε να ζει με άνεση. Να παίζει με τα παιδιά του, να βγάζει βόλτα το σκύλο του, να πίνει τσάι στη βεράντα του. Αλλά για τον Μάλλορι όλα αυτά ήταν μόνο ένα σκηνικό ζωής. Η ουσία της ύπαρξής του ήταν το Έβερεστ!
Ήταν ένας άντρας κι ένα βουνό. Το ψηλότερο βουνό στον κόσμο. Κι ο Μάλλορι ήταν πλασμένος για να φτάσει στην κορυφή. Η αναμέτρηση αδυσώπητη. Αλλά αυτός επίμονος, ανίκητος. Πάσχιζε ξανά και ξανά. Λίγο πριν την κορυφή οι χιονοθύελλες τον γύρναγαν πίσω κι ο Μάλλορι ξανασκαρφάλωνε.
Ένας δημοσιογράφος του BBC τον ρώτησε κάποτε:
- Γιατί θες ν’ ανέβεις στην κορυφή; Γιατί προσπαθείς ξανά και ξανά;
Κι ο Μάλλορι απάντησε: ΕΠΕΙΔΗ ΥΠΑΡΧΕΙ.
* * *
Ο Σταύρος Λισγάρας δεν γύρισε πίσω. Ένας μικρός λανθασμένος υπολογισμός... ένα μετέωρο βήμα στο μέρος που το χιόνι έκρυβε το «kiss of death» κι ο Σταύρος πέταξε στο κενό μιας βαθειάς χαράδρας.
Έφυγε όπως ταιριάζει σ’ ένα γενναίο άντρα. Σ’ έναν άνθρωπο ελεύθερο. Σ’ ένα πνεύμα ανήσυχο, δημιουργικό, παραδομένο στην υψηλή αισθητική των κορυφογραμμών και των μεγάλων οριζόντων.
--------------------------
www.proinoslogos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πείτε το εδώ..!: